- ακρωλένιον
- ἀκρωλένιον, το (Α)1. το άκρο τής ωλένης, ο αγκώνας2. η άκρη ή εξωτερική γωνία τού κυνηγετικού διχτύου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρ(ο)- (Ι) + ὠλένη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀκρωλένιον — elbow neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρωλενίοις — ἀκρωλένιον elbow neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρωλένια — ἀκρωλένιον elbow neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)